-
1 άλσος
[алсос] ουσ. о. роща, лесок, парк.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλσος
-
2 роща
-
3 парк
1. (большой сад) το άλσος, ο κήπος, το πάρκο 2. (машинный) το σύνολο των μηχανημάτων/μεταφορικών μέσων, ο στόλος 3. (место стоянки и ремонта) το αμαξοστάσιοтрамвайный - του τραμ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парк
-
4 сад
1. (участок, засаженный деревьями, цветами и т.п.) о κήπος 2. (дошкольное детское учреждение) о παιδικός σταθμός, ο βρεφονηπιακός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сад
-
5 роща
рощаж τό δασάκι, τό δασύλλιον, τό ἀλσος, ἡ δενδροφυτεία:апельсиновая \роща τό πορτοκαλοπερίβολο, ὁ πορτοκαλεών· оливковая \роща τό λιοστάσι, ὁ ἐλαιών березовая \роща δασάκι ἀπό σημύδες. -
6 дендрарий
-я α.δασύλιο, άλσος. -
7 куртина
-ы θ.1. βραγιά (κυρίως ανθώνα).2. άλσος.3. παλ. μεταπύργιο τείχους. -
8 лесопарк
-а α.άλσος. -
9 роща
-и θ.άλσος, δασύλλιο, δασάκι.,роялизм-а α.βασιλισμός, φιλοβασιλεία.
См. также в других словарях:
ἄλσος — grove neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek
άλσος — το μικρό δάσος, πάρκο: Το άλσος είναι ένας πνεύμονας για την περιοχή όπου βρίσκεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αιάνειον — Άλσος, τέμενος, τόπος ιερός, στην περιοχή της οχυρής Οπούντας, μητρόπολης των Λοκρών. Εκεί –κατά την παράδοση– είχαν ζήσει οι πρωτόπλαστοι Δευκαλίωνας και Πύρρα και γι’ αυτό το Α. ήταν ένα είδος Εδέμ ή επίγειου παραδείσου των αρχαίων Ελλήνων … Dictionary of Greek
ἀλσέων — ἄλσος grove neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλσῶν — ἄλσος grove neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλσους — ἄλσος grove neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… … Dictionary of Greek
αλσύλλιο — το (υποκορ. τού άλσος) μικρό άλσος, δασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + υποκορ. κατάλ. ύλλιο) … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
ἄλσει — ἄλσις growth fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλσεϊ , ἄλσις growth fem dat sg (epic) ἄλσις growth fem dat sg (attic ionic) ἄλσος grove neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλσεϊ , ἄλσος grove neut dat sg (epic ionic) ἄλσος grove neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)